I. Αρκαδική Αρμονία
Η ποιητική φαντασία του Παλαμά αγκάλιασε την Αρκαδία και τη μυθική παράδοση του Πανός με ιδιότυπο και διαφορετικό τρόπο από την καλλιτεχνική και φιλολογική σύλληψη που απεικονίστηκε στην τέχνη των νεοτέρων χρόνων. Έχω υπόψη μου το γνωστό ποιμενικό ιδανικό που κατάγεται από την αισθηματική θεματογραφία της Αναγέννησης και που συνεχίστηκε στα μετέπειτα χρόνια. Στον περασμένον αιώνα ο Γερμανός ποιητής Schiller είπε σ΄ ένα του ποίημα τα εξής: «Ετσι κι εγώ στην Αρκαδία γεννήθηκα. Η φύση μου υποσχέθηκε την ευτυχία από τότε που ήμουν στην κούνια. Αλλά η γοργή μου άνοιξη δεν μου έδωσε παρά δάκρυα».
Γνώστης ο Παλαμάς αυτής της ρομαντικής Αρκαδίας θα την χρησιμοποιήσει μόνο για να χαρακτηρίσει κάποιες τάσεις και συρμούς που απεκάλεσε «αρκαδισμό». Ο τέτοιος όρος, κατά τη γνώμη του, ταίριαζε στην ποίηση του Ιωάννη Βηλαρά και του Αθανάσιου Χριστόπουλου, που τους θεωρούσε «προδρόμους του Σολωμού».[1]
Όταν ήρθε η σειρά της Αρκαδίας να μπεί στο θεματικό πανόραμα του Παλαμικού έργου, ήταν σαν ο Παν να τον μύησε στη μαγεία της φλογέρας για το αυθεντικό του περιδιάβασμα στα δάση του Μαινάλου, τις όχθες του Αλφειού, τις λαγκαδιές της Γορτυνίας και τα ιερά της Τεγέας. Θρυλείται ότι κάποτε στα πανάρχαια χρόνια ο Παν χάρισε σε έναν απλό βοσκό, Νίκα τον λέγανε, μια φλογέρα και τον πρόσταξε να διδάξει τα μυστικά των ήχων σε όλους τους κατοπινούς. Από τότε οι άνθρωποι έμαθαν να κάνουν τραγούδι τους καημούς των ερώτων και την πνοή των μύθων, τις χάρες των νυμφών και τα κλέα των ηρώων.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Παλαμά. ΄Ηρθε η ώρα που κι αυτός με τη σειρά του ζήτησε να περισώσει και να διαφεντέψει την παράδοση, όπως είχαν κάνει ο Σολωμός, ο Κάλβος κι ο Βαλαωρίτης. Ετάχθηκε να κάνει ποίηση του έθνους του το όραμα και τη μοίρα των Ελλήνων, τη μοίρα της καινούργιας γέννας. Μια φλογέρα γύρεψε για να δασκαλέψει το λαό. Πάνω στο κορύφωμα της ωριμότητάς του ετοιμάζεται να προσφέρει στο έθνος το έπος της ηρωικής και πολυβασανισμένης του πορείας στους μετακλασικούς αιώνες. Γράφει ο Παλαμάς τη Φλογέρα του Βασιλιά. Εδώ το σύμβολο φαίνεται να φτιάχτηκε με Αρκαδικό καλάμι, μα το λάλημα ήταν πανελλήνιο.
Δεν θα υπεισέλθω στο θέμα του μεγαλόπνοου και συνθετικού ποιήματος. Περιορίζομαι στην κεφαλαιώδη σημασία του. Θέλω μόνο να συνδέσω το σύμβολο της φλογέρας με την Αρκαδική καταγωγή του για να δείξω ποια βαθύτερη θέση, πέρα από τη χρήση των συμβόλων, κατέχει η Αρκαδία στο έργο του Παλαμά. Για να εκτιμήσουμε προκαταβολικά τη «διαφορετική» Αρκαδία ως παλμό, συναίσθημα και αισθητικό πλήρωμα στην διαμόρφωση του λυρικού του βιώματος, παραθέτω ένα ποίημα, πιθανό του 1928, διαλεγμένο από την ενότητα «Στιγμές και Ρίμες» στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (Άπαντα, τ. 9, σελ. 49).
Γυρίζοντας από την Αρκαδία,
μεσ’στης Σίβυλλας μπήκα τη σπηλιά.
Στην Αρκαδία η χάρη ενός Φειδία
Χυτή και στης αγάπης τα φιλιά
Στη σπηλιά μέσα ώ! Τα μυστήρια θεία,
της χρησμοδότρας αίνιγμα η λαλιά,
άγρια Κασσάντρα, εκστατική Πυθία,
του αόρατου ματιά φεγγοβολιά.
Μα ώ! Στην ψυχή μου Αρκαδική αρμονία
και γαλήνη και πλάστρα ζωγραφιά!
Της προφήτρας δε μ΄αγγιξε η μανία
μ΄ άδραξε της γυναίκας η ομορφιά.
Πρέπει να σταθώ για λίγο στα αντίφωνα της εμπειρίας που στηρίζουν τα τρία τετράστιχα για να εκτιμήσουμε την απόσταση που χωρίζει τον Παλαμά από τον Schiller και τον ρομαντικό αρκαδισμό γενικά. Αντίθετα από την υπόσχεση της ευτυχίας, που συνεπιφέρει για τον Schiller η αισθηματική ευχή «Κι εγώ στην Αρκαδία γεννήθηκα», του Παλαμά η Αρκαδία κρατά το κλειδί της αρμονίας που εξευγενίζει τον άγριο πόθο και αποκρυπτογραφεί την μυστηριακή φύση της ερωτικής ορμής. Παράλληλα φωτίζει τα
αινίγματα με την τάξη και το μέτρο, και βγαίνει έξω από τη σπηλιά της αρχέγονης θείας μανίας. Φαίνεται καθαρά η επικείμενη μετάβαση του ποιητή από το ημίφως της Πυθίας και της Κασσάνδρας στον ηλιόλουστο χώρο της Διοτίμας. Πρόκειται να περάσει στο προσκήνιο του λόγου το έργο του φιλοσοφικού έρωτα, εκείνο που απασχόλησε τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο και σε άλλους διαλόγους του. Το τρίτο τετράστιχο προαγγέλει το οδηγητικό δυνάμωμα του νου που συνειδητοποιεί τον κόσμο των σκιών, και που πορευόμενος προς την έξοδο γίνεται θαυμαστής του φωτός, έτοιμος πλεον να δεχθεί τη σοφία των ακατάλυτων ιδεών. Με την πλατωνική αρματωσιά της ελληνικής ανθρωπιάς, ο Παλαμάς επιστρέφει στον Αρκαδική αρμονία να αναβαπτισθεί στη μάθηση που προσφέρει η δημιουργική πηγή: «μ΄άδραξε της γυναίκας η ομορφιά». Γνωρίζει πια πως να αντικρύζει κατάματα τα αινίγματα της ζωοδότρας θηλυκότητας, είτε άγρια Κασσάντρα τη λένε είτε εκστατική Πυθία.
Η αρχαία εμπειρία που κοινώνησε τα νάματα του καλού και του ωραίου στο Σωκράτη, ξαναγυρίζει και μεστώνει τον λυρικό λόγο του Παλαμά, αμείωτη από το πέρασμα των αιώνων. Τέτοια είναι η δύναμη των διαχρονικών αξιών των Ελλήνων που ανασταίνονται ατόφιες σε όποιον θέλει και μπορεί να είναι Ελληνας. Μα χρειάζεται πρώτα να καταλάβει ότι ο δρόμος της αρμονίας ξεκινάει από την Αρκαδία. Τέτοια ήταν και η προετοιμασία του Σωκράτη όταν μαθήτεψε κοντά στην ιέρεια της Μαντινείας, τη Διοτίμα, για να οραματιστεί τους αναβαθμούς του έρωτα στη δύσκολοανέβατη σκάλα του καλού.
Είκοσι-πέντε αιώνες αργότερα ο Παλαμάς, δέκτης της ξανατονισμένης μουσικής, μας αποκαλύπτει την Αρκαδική αρμονία, φυλαχτό να μας προστατεύσει από την έξαλλη μανία των παθών της ψυχής, κάλεσμα για τη φρόνιμη μυσταγωγία που ανοίγει την πορεία προς το ερωτικό ανέβασμα. Μόνο έτσι, με την παιδεία της αρμονίας προετοιμάζεται το σερνικό για την εκτίμηση της ομορφιάς του θηλυκού. Το ίδιο κατ΄ επέκταση συμβαίνει και με τις άλλες πρωτόγονες και μυστηριακές ορμές, δυνάμεις ακατάλυτες του ανθρώπου, που όσο κρύβονται στην σπηλιά κινούνται κι ενεργούν μισότυφλα στα σκοτάδια. Μόνο σαν τις εγγίξει και τις δαμάσει της Αρκαδίας η αρμονία, αρχή και τέλος της πορείας, της τόσο δύσκολης και τόσο απαιτητικής, γίνεται ο άνθρωπος άξιος του φωτός και της αρετής.
Ανακεφαλαιώνω: Άλλο ο ρομαντικός εγωκεντρισμός του Schiller και άλλο ο ελληνοκεντρικός ανθρωπισμός του Παλαμά. Τρόπος βίου ο δεύτερος, που τρέφεται και ωριμάζει με τροφό την Αρκαδική αρμονία. Ας πάμε τώρα στα 1884 και 1889 να ιδούμε πώς βρήκε τις ρίζες της ανθρωπιάς στις Αρκαδικές θεότητες και ιδίως στον Πάνα.
II. Πορεία στην κατανόηση των θεοτήτων
Ανακεφαλαιώνω: Άλλο ο ρομαντικός εγωκεντρισμός του Schiller και άλλο ο ελληνοκεντρικός ανθρωπισμός του Παλαμά. Τρόπος βίου ο δεύτερος, που τρέφεται και ωριμάζει με τροφό την Αρκαδική αρμονία. Ας πάμε τώρα στα 1884 και 1889 να ιδούμε πώς βρήκε τις ρίζες της ανθρωπιάς στις Αρκαδικές θεότητες και ιδίως στον Πάνα.
II. Πορεία στην κατανόηση των θεοτήτων
Θα ήταν περίπου τριάντα ετών ο Παλαμάς, όταν πατώντας στα αχνάρια του ευρωπαϊκού ρομαντισμού αναζητούσε το μονοπάτι που θα τον έφερνε στην ελλαδική Αρκαδία. Είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από τη γοητεία που ασκούσαν τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Κι εκεί, στα 1894, σ’ ένα δοκίμιο για τον Κρυστάλλη, προτείνει μια εξήγηση στο γιατί άλλους συγκινεί «το άσμα του ποιητού» κι άλλους αφήνει ανέγγιχτους. Θυμάται την ερμηνεία που έδωσε ο Schiller βασιζόμενος σε κάποιες ριζικές αντιθέσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους με τη μορφή ψυχολογικών ανταγωνισμών. Η θεωρία του «μεγάλου φιλοσόφου ποιητού» της Γερμανίας, ως τον αποκαλεί, δεν τον βρίσκει σύμφωνο, όπως ούτε και μια άλλη, του Milliex, που ισχυρίζεται ότι η ανάπτυξη του ποιητή οφείλεται κυρίως στην επίδραση του περιβάλλοντος κόσμου. Τελικά ανασκευάζει μια τρίτη θεωρία που έχει τη ρίζα της στο διάλογο Ίων του Πλάτωνος, εκεί που ο φιλόσοφος λέει ότι τον κάθε ποιητή κατέχει και μια ιδιαίτερη Μούσα που μοιάζει με την «Μαγνήτιν λίθον» και που του μεταδίδει την έμπνευση. Συνεχίζει ο Παλαμάς:
Ούτω δεν υφίσταται κοινόν, ως θα ελέγαμεν σήμερον. Υφίστανται διάφορα κοινά, διάφοροι ενθουσιασμοί. Οι πολλοί των ανθρώπων, οι μεν κυριεύονται από τον Ορφέα, άλλοι από τον Μουσαίον, άλλοι από τον Όμηρον[2]. Τό άνοιγμα που ζητούσε ο Παλαμάς το βρήκε:
Η Μαγνήτις λίθος του Νίκα του βοσκού είναι η ελληνική φύσις. Με το κελάδημα της φολογέρας του, την οποίαν ο μέγας Παν του εχάρισε, μετέδωκεν εις τας ψυχάς όλων εκείνων, οίτινες, ως ο Νίκας ο βοσκός, τρέφουν κλεισμένον και κρυμμένον μέσα των το αίσθημα της φύσεως. Μαζί με..την νεότητα και με την αθανασίαν της ελληνικής φύσεως νέα θα παραμένουν και θα ζώσι τα λαλήματα και τα τραγούδια του Νίκα του βοσκού[3].
Καινοτομώντας ο Παλαμάς προσθέτει στον κατάλογο των ιδιοτύπων κοινών που συγκινούνται και μαγνητίζονται και εκείνο που έχει δυνατό εντός του «το αίσθημα της φύσεως», της ελληνικής φύσεως, το μεγάλο δώρο του Πανός. Στα 1894 ο Παλαμάς υπογράμμισε τη βαθιά σχέση ανάμεσα στην ελληνική φύση και το μαγνητισμό που ασκεί το αίσθημα της ομορφιάς του περιβάλλοντος όταν εκφράζεται ως τέχνη και τραγούδι. Σήμερα εκτιμούμε πόσο βαρυσήμαντη ήταν η διαπίστωση του Παλαμά όχι μόνο ως εξήγηση για τη συγκίνηση που μεταδίδει η ποίηση του Κρυστάλλη και γενικά η γνήσια βουκολική και ειδυλλιακή ποίηση, αλλά και ως πειστική προσέγγιση στο πρόβλημα της ψυχοσωματικής υγείας του ανθρώπου. Αν η ποίηση αυτή, όπως δηλώνει ο Παλαμάς, «εκπληροί την ανάγκη την οποία η κοινωνία αισθάνεται εις τας ειλικρινεστέρας και ποιηκωτέρας στιγμάς της, να επαναφέρει προς την Φύσιν», ας αναλογισθούμε πόσο ανάγκη την έχομε σήμερα που ο τεχνοκρατούμενος πολιτισμός των νεφοσκεπών πόλεων με την απαίσια ηχορύπανσή των τείνει να εκμηδενίζει το σώμα και το πνεύμα των κατοίκων του.
Επιτρέπεται, νομίζω, το συμπέρασμα ότι ο «Μέγας Παν» δεν είναι απλώς πηγή του αισθητικού μαγνητισμού, αλλά και κάλεσμα για τη σωτήρια επαναστροφή. Σωτηρία επιθυμεί κι ελεημοσύνη ο άτυχος δεσμώτης του νέφους και του θορύβου. Μα υπάρχει κάτι πιο σημαντικό και εξ ίσου παραπλανητικό, που δεν το υποψιάζεται πια ο δεσμώτης των πόλεων: η φυγή προς την ύπαιθρο δεν συνεπάγεται και πορεία προς την Αρκαδική αρμονία. Τα φαντάσματα που αργοσαλεύουν στα σκοτάδια της σπηλιάς της ψυχής δεν αφήνουν τον δεσμώτη να ξεδιαλύνει τα υπονοούμενα της Κασσάνδρας και τους χρησμούς της εκστατικής Πυθίας. Και κάτι άλλο εξίσου εφιαλτικό: ο τεχνοκρατούμενος άνθρωπος των πόλεων έχει ήδη χάσει τον έλεγχο των μηχανικών τεράτων που δημιούργησε ο πολιτισμός του. Αρκούν αυτά ως άρνηση της Αρκαδικής αρμονίας. Πρόλαβε και τα γνώρισε ο Παλαμάς.
III. Ο Μέγας Παν
Σε μια στροφή από τη συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι του 1897, ο λυρικός λόγος του ποιητή ακούγεται σαν προσευχή και σαν διαμαρτυρία:
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
Αθέλητα κρυμμένη
Ο Μέγας Παν δεν πέθανε
Οχι ο Παν δεν πεθαίνει[4].
Οχι ο Παν δεν πεθαίνει[4].
Παύει να θεωρείται στη συνείδηση του ποιητή η αρχαία ψυχή σαν κάτι απαρχαιωμένο, ερειπωμένο και παρατημένο στην τύχη των ιστορικών μεταβολών. Αναφαίνεται η ανάγκη να δηλωθεί και πάλι ο αναλλοίωτος δυναμισμός του πνεύματος που στα χρόνια τα παλιά οι πρόγονοι των ζώντων Ελλήνων συνειδητοποίησαν και στερέωσαν ως αλήθεια οντική. Μέρος της αλήθειας είναι και η οντική διάρκεια του Πανός, θέμα στο οποίο θα επιστρέψω. Προέχει στο σημείο αυτό να σταματήσουμε μπρος στη σεβάσμια μυθική μορφή, τη δεσπόζουσα γυναίκα της δραματικής φαντασίας του Πλάτωνος, τη Διοτίμα. Η ιέρεια της Μαντίνειας επανειλημμένα και ευλαβικά πάντα εμφανίζεται στο προσκήνιο της εμνεύσεως και εκφράζει τα φωτεινά πετάγματα της ψυχής του ανθρώπου, και μάλιστα κατά την περίοδο που ο Παλαμάς βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητός του.
Στα 1900, σε ένα πολύστιχο ποίημα, «Στοχασμοί της Χαραυγής», ακούγεται η φωνή του ποιητή παλλόμενη με ακράτητη ανησυχία να αναζητά ιδέες, ρυθμούς και στοχασμούς καθώς περιδιαβάζει στον κήπο των εμπνεύσεων. Καθώς το όραμα ξετυλίγεται, προβαίνει η επιβλητική μορφή της Διοτίμας:
Και των δικαίων τα μέτωπα περνούν αργά απ’ εμπρός μου,
Ήσυχα νέφη από βροχή ποτιστική πλατιά
Κι από τους άφεγγους βυθούς του κολασμένου κόσμου
Ακούω σαν αναθέματα, σαν αναφιλητά.
Και ξανασμίγω αθέλητα και ξαναλέω τη ρίμα
Που ξένη από τ’ ανθρώπινα και πέρα από καημούς,
Υψώνεται προφήτισσα πλατωνική Διοτίμα
Προς υπερούσιους έρωτες, προς κόσμους νοητούς.[5]
Ο τελευταίος στίχος υψώνεται αποκαλυπτικός. Συνταιρίαζοντας τον υπαινιγμό «προς κόσμους νοητούς» με τα εφικτά έργα των ευγενικών αποστολών που έφερε στη ζωή ο έρως ως «τόκος εν καλώ», συναντάμε και πάλι τη γνωστή μας Αρκαδική αρμονία.Έχει γίνει επίτευγμα, όσο κι αν στην πορεία της πραγματώσεως υπήρξε δύσκολη και απαιτητική. Θα μας το ειπούν οι δύο τελευταίοι στίχοι της επόμενης στροφής:
Ιδέα και χέρια μέσα μου, κ’ η τέχνη κ’ η επιστήμη
Να χτίσουν αγωνίζονται τον ίδιο το ναό.
Είναι ο ναός του πολιτισμένου βίου, έλλογο ελληνικό βίωμα κι ιδανικό. Στα 1902, όταν δημοσιεύει την Ασάλευτη Ζωή, πάλι την Αρκαδική μάντισσα, ιέρεια κι οδηγήτρα, τη σοφία, θα επικαλεσθεί ο Παλαμάς: δυό φορές στα περίφημα οχτάστιχα των «Εκατό Φωνών» (23 και 88) και πάλι με την εικόνα των δικαίων, όπως στο «Στοχασμοί της Χαραυγής». Τα λόγια στο άσμα 22 ακούγονται σαν έπαρση διαλαλώντας τον ανταγωνισμό προς ό,τι άχρηστο και νεκρό, «λόγια αρχαία» αταίριαστα για το καινούργιο έργο που πάει να γεννήσει η απόφαση μια νέας ζωής:
Στα πατρικά ιερά βιβλία για πάντα κοιμηθήτε,
(τάφοι σας είναι) λόγια αρχαία, νεκροσαβανωμένα,
κ’ εσείς, κοράκια ξαφνιασμένα, βουβαθήτε!
Εμένα η ζωντανή ζωή βροντοσαλπίζει, εμένα.
Όσο το χέρι της ζωής κρατεί με πιο σφιχτά
Και της ιδέας πιο στέρεα καβαλλικεύω το άτι,
Τόσο πιο αχόρταγα ρουφώ τ’ αγέρι του βουνού,
Τόσο πιο αξέταστα μιλώ τη γλώσσα του χωριάτη.
Πέταγμα νέο και ανάσταση η σφρίγουσα ορμή του ποιητή προσπερνά και περιφρονεί τους τάφους των νεκρών βιβλίων. Στην τόλμη της αναζητήσεως θα βάλει το χαλινάρι του συγκρατημού η Διοτίμα. Όχι για να αναμετρηθεί, μόνο για να μαγνητίσει και να νουθετήσει στο επόμενο (23) άσμα:
Στον τοίχο ολοτρόγυρα, σα δίκαιοι που κοιμούνται,
Τα σιγαλά και τα πιστά βιβλία,
Κι εσύ Διοτίμα, ανάμεσα, κι ανάερα ένα γήτεμα.
Κι απ’ όλα τα βιβλία,
Σα να ξυπνήσανε, σαν κάποιος να τα ξάφνιασε,
Μελισσοβούισμα απαλό να χύνεται γρικάς:
«Τάχα η Σοφία αν είσ’ εσύ, πως είσαι κ’ η Αφρογέννητη.
Κι αν είσαι η Αφρογέννητη, τι θες εδώ μ’ εμάς;»[6]
Τα σιγαλά και τα πιστά βιβλία,
Κι εσύ Διοτίμα, ανάμεσα, κι ανάερα ένα γήτεμα.
Κι απ’ όλα τα βιβλία,
Σα να ξυπνήσανε, σαν κάποιος να τα ξάφνιασε,
Μελισσοβούισμα απαλό να χύνεται γρικάς:
«Τάχα η Σοφία αν είσ’ εσύ, πως είσαι κ’ η Αφρογέννητη.
Κι αν είσαι η Αφρογέννητη, τι θες εδώ μ’ εμάς;»[6]
Τολμηρό κι αγέρωχο το βήμα που προσπερνά τον κόσμο των βιβλίων. Το δυναμώνει η δραματική αμφιβολία που ελλοχεύει πίσω από την έξαψη της ανυπομονησίας. Ωθεί τον ποιητή να φωνάξει με μισο-σκεπασμένη υπεροψία: «Τι θες εδώ μ’ εμάς;». Είναι η άλλη όψη του ποιητή που ταυτίζεται απότομα με τα γραπτά μνημεία δίνοντάς τους φωνή διαμαρτυρίας να ρωτήσουν την αιώνια Διοτίμα, με την συνεχή παρουσία της, αν είναι η Σοφία η ίδια, ξέχωρη από τη σοφία που χώρεσε κι έζησε στα φύλλα των βιβλίων. Αμφιβολία κι ανταγωνισμός στηρίζουν την απαίτησή τους να κρατηθούνε στη ζωή, να κρίνουν και να γεμίσουν το έργο του ποιητή. Γι’ αυτό και ο υπεροπτικός τόνος του ερωτήματος: «Τι θες εδώ μ’ εμάς;». Πίσω από το ερώτημα ή μάλλον την πιθανή αρνητική απάντηση, κρύβεται η φοβερή απειλή μη μείνουν οι δύο όψεις του ποιητή – οι ρίζες και το μελλοντικό κάρπωμα – αντιμαχόμενες κι ασύνδετες δυνάμεις. Την ορθή και υπέρτατη λύση θα τη δώσει η Αρκαδική αρμονία.
Μια είναι η Διοτίμα, ίδια για όλες τις εποχές, για όλους τους δημιουργούς, για όλους τους εραστές του καλού, στο παρελθόν όπως και για τις μελλοντικές γέννες. Είναι η ίδια Διοτίμα που εμύησε στα ερωτικά μυστήρια εκείνους που καταξιώθηκαν να γίνουν μέτοχοι σοφίας, έτσι που καταξιώθηκαν να γίνουν μέτοχοι σοφίας έτσι που καρπός του κόπου τους έγινε το σώμα του βιβλίου. Το ίδιο θα συμβεί και σε κείνους που περιμένουν να ενταχθούν στην πορεία των ερωτικών αναβαθμών.
Τελικά ο ανήσυχος και φλεγόμενος ποιητής γίνεται μαθηταρούδι και διψασμένος αναγνώστης, γνώστης της ανάγκης να αντλήσει από σκονισμένα και πολύτιμα βιβλία όσα μυστικά της ζωής χώρεσαν στα φύλλα τους. Κι είναι σαν να ζουν με τον δικό τους τρόπο, μακάριοι στον ύπνο των δικαίων, τετελεσμένοι στο κελλί του ποιητή, αμέτοχοι στη δίψα και τη δική του αγωνία της δημιουργίας. Ο ποιητής όμως ζει και αναπνέει την ατμόσφαιρα του παθητικού πολιτισμού, που απ’ τη μεριά της ιστορίας προσφέρεται χωρίς καμιαν αντίσταση να διδάξει το μαθηταρούδι όσα πηγαία και πρωτόχαρα εναρθρώθηκαν στα γραφτά κειμήλια. Μνημεία όλα της γνώσεως της ηδονής και της ηδονής της γνώσεως. Όμως ο δυναμισμός της ψυχής του ανθρώπου μένει ανεξάντλητος και συνεχίζεται από γενεά σε γενεά, μήτε χώρεσε ποτέ ολόκληρος στα χαρτιά κάποιων γραφειάδων. Ζει, αναπνέει κι απαιτεί να τιμηθεί με το πλήρωμα του λόγου για να κυοφορεί το έργα του μέλλοντος. Μια είναι η Διοτίμα, ένα και το χρέος που διαλαλεί…
Στον τρίτο στίχο του 23 άσματος αλαφιάζεται ο ποιητής και αισθάνεται την παρουσία ενός προσώπου στο κελλί του. Το ξέρει από το γήτεμα και το κάλεσμα της Διοτίμας. Η ιέρεια πάντα κατέχει τα χρυσά κλειδιά του θησαυρού που μόνο σαν αποφασίσει να ανέβει τους αναβαθμούς του έρωτα μπορεί και καταξιώνεται η ψυχή. Και μόνο εκεί που τελείται το αισθητικό αγκάλιασμα των ιδεών, πρώτα με την ιδέα του καλού, και με τη δέουσα σειρά της ανδρείας, της σοφίας και της δικαιοσύνης, κατευνάζει η δίψα της ψυχής. Μόνον έτσι γίνεται ο άνθρωπος κάτοχος της Αρκαδικής αρμονίας. Πάντα μάντισσα και πάντα οδηγήτρα η ιέρεια Διοτίμα ξαφνιάζει και φοβίζει στην αρχή, μα ο θαυμασμός που ακολουθεί το συναπάντημά της, ακόμα κι όταν τύχει να συμβεί στο κελλί του ποιητή, ανάμεσα στις στοιβάδες των βιβλίων, αμείβει πλουσιοπάροχα κάθε ορεγόμενο του φιλοσοφικού έρωτα. Η Διοτίμα τον παραστέκει, αυστηρή σαν τη Σοφία, όμορφη σαν την Αφρογέννητη, κι αδυσώπητη στους αρνητές της αρμονίας. Μα ο άγουρος ποιητής, δισταχτικός και δειλιασμένος απ’ τη θολή επίγνωση της ευθύνης της μακράς πορείας που κάνει τον άνθρωπο γνώστη και σωστό πολίτη, κρύβεται πίσω από τη φωνή των βιβλίων και ρωτάει σαν με υπόκωφο μουγκρητό:
…τι θες εδώ μ’ εμάς.
Το όραμα της πολυφωνικής συνθέσεως των «Εκατό Φωνών» αναπτύσσεται μέσα σε αλληλουχίες και αντίφωνα. Με το άσμα 88 της «Πέμπτης Νύχτας» καταφτάνει η επισφράγιση, η βεβαιότητα, η ανάληψη της ευθύνης. Τα δύο συνεχόμενα τετράστιχα συνταιριάζουν την Αρκαδία και την Αθήνα, πάλι με επίκληση στη Διοτίμα:
Των όλων τα πρβλήματα, νυχτόπλεχτα γαϊτάνια,
Στην ξαστεριά, στο ξέφωτο, και κάτου απ’ τα πλατάνια
Να τα ξεπλέξω αφήστε με, και να τα ψάξω πέρα
Στην πράσινη ακροποταμιά με τον καθάριο αέρα.
Είμαι Αθηναίος. Τα κάστρα σου, τα σκοτεινά βιβλία,
Τάκλεισα. Απλώσου, φέρνω σε στο φως, Φιλοσοφία!
Πες μου ξανά ψιθυριστά σα φύλλο και σαν κύμα
Του γόη του δαίμονα Έρωτα τον έπαινο, Διοτίμα![7]
IV. Πάντα και πάλι η Διοτίμα
Στην ξαστεριά, στο ξέφωτο, και κάτου απ’ τα πλατάνια
Να τα ξεπλέξω αφήστε με, και να τα ψάξω πέρα
Στην πράσινη ακροποταμιά με τον καθάριο αέρα.
Είμαι Αθηναίος. Τα κάστρα σου, τα σκοτεινά βιβλία,
Τάκλεισα. Απλώσου, φέρνω σε στο φως, Φιλοσοφία!
Πες μου ξανά ψιθυριστά σα φύλλο και σαν κύμα
Του γόη του δαίμονα Έρωτα τον έπαινο, Διοτίμα![7]
IV. Πάντα και πάλι η Διοτίμα
«Δαίμωνα» αποκαλεί ο Σωκράτης τον Έρωτα, κι ο Σοφοκλής «ανίκητο στην μάχη». Διαφεντευτής όλων των θητών στη γη και στον ουρανό, μήτε άνθρωπος μήτε θεός, μόνος ο Έρωτας ξανοίγει το δρόμο που φέρνει και στα δύο βασίλεια. Τον έπαινο του Έρωτα ζητά για μια φοράν ακόμη να ακούσει ο Παλαμάς και πιο πολύ να τον πλάσει για τη δική του τη γενεά και για μια καινούργια γέννα, ανανεωμένο πόθο για «τόκον εν καλώ». Φιλοδοξεί να είναι αυτός που θα αξιωθεί να ανεβάσει την ελληνική ψυχή στον κόσμο των ιδεών, όπως έγινε κάποτε στα χρόνια τα παλιά. Την εποχή που πρωτομίλησε η Διοτίμα στο Σωκράτη χτιζόταν ο Παρθενών, δίδασκε ακόμα ο Αναξαγόρας κι ο Σοφοκλής έγραφε την «Αντιγόνη» του.
Ο Παλαμάς, ελληνολάτρης κι ερωτοπλάνταχτος ποιητής, ως αποκαλεί τον εαυτό του, ξέρει πως τα σκονισμένα βιβλία δεν αρκούν από μόνα τους, όπως και στο κελλί του στοχαστή δεν χωράει ο κόσμος όλος, για να δημιουργήσει και να ακτινοβολήσει το πνεύμα με λαμπρά και πρωτόφαντα μεγάλα έργα. Χρειάζεται μια ακόμη παρουσία για να τελεσθεί αυτό που εμείς οι νεότεροι καλούμε «πολιτισμό» και οι πρόγονοί μας «παιδεία». Για να ανακτήσει την αυθεντική γονιμότητά του ο Έλληνας, κι ο άνθρωπος εν γένει, πρέπει να αναζητήσει και πάλι τη Διοτίμα, να μαθητέψει κοντά της, να ξαναμυηθεί στα ερωτικά μυστήρια της Αρκαδικής αρμονίας. Πρέπει για μια φορά ακόμη να ακούσει από το Σωκράτη πως πλέκεται με έργα καλά ο έπαινος του Έρωτος, του ίδιου θεού που υπαινίσσεται ο ποιητής ως θεό της αγάπης στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Στον «Προφητικό» λόγο, εκεί που ο επικός χρωστήρας ξετυλίγει το κατρακύλισμα της πολιτείας «στου κακού τη σκάλα», το γοργοπάτημα της προβαλλόμενης εικόνας φέρνει αμέσως στο νου του αναγνώστη τη διάγνωση του Πλάτωνος για τις «ημαρτημένες πολιτείες». Τα γυρίσματα του κύκλου της ιστορίας βρήκαν την ψυχή μιας άλλης πολιτείας στο τελευταίο σκαλί του Κακού, στους αντίποδες του ύψιστου αναβαθμού του Έρωτος, να μένει εκεί αχρηστευμένη, να λιώνει χωρίς ελπίδα. Οικτίρμων προφητεύει ο ποιητής:
Ο Παλαμάς, ελληνολάτρης κι ερωτοπλάνταχτος ποιητής, ως αποκαλεί τον εαυτό του, ξέρει πως τα σκονισμένα βιβλία δεν αρκούν από μόνα τους, όπως και στο κελλί του στοχαστή δεν χωράει ο κόσμος όλος, για να δημιουργήσει και να ακτινοβολήσει το πνεύμα με λαμπρά και πρωτόφαντα μεγάλα έργα. Χρειάζεται μια ακόμη παρουσία για να τελεσθεί αυτό που εμείς οι νεότεροι καλούμε «πολιτισμό» και οι πρόγονοί μας «παιδεία». Για να ανακτήσει την αυθεντική γονιμότητά του ο Έλληνας, κι ο άνθρωπος εν γένει, πρέπει να αναζητήσει και πάλι τη Διοτίμα, να μαθητέψει κοντά της, να ξαναμυηθεί στα ερωτικά μυστήρια της Αρκαδικής αρμονίας. Πρέπει για μια φορά ακόμη να ακούσει από το Σωκράτη πως πλέκεται με έργα καλά ο έπαινος του Έρωτος, του ίδιου θεού που υπαινίσσεται ο ποιητής ως θεό της αγάπης στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Στον «Προφητικό» λόγο, εκεί που ο επικός χρωστήρας ξετυλίγει το κατρακύλισμα της πολιτείας «στου κακού τη σκάλα», το γοργοπάτημα της προβαλλόμενης εικόνας φέρνει αμέσως στο νου του αναγνώστη τη διάγνωση του Πλάτωνος για τις «ημαρτημένες πολιτείες». Τα γυρίσματα του κύκλου της ιστορίας βρήκαν την ψυχή μιας άλλης πολιτείας στο τελευταίο σκαλί του Κακού, στους αντίποδες του ύψιστου αναβαθμού του Έρωτος, να μένει εκεί αχρηστευμένη, να λιώνει χωρίς ελπίδα. Οικτίρμων προφητεύει ο ποιητής:
Όσο να σε λυπηθεί
Της αγάπης ο Θεός,
Και να ξημερώση μιαν αυγή,
Και να σε καλέση ο λυτρωμός,
Ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα![8]
Ο δρόμος της επιστροφής τίθεται ως το θεμελιακό πολιτικό πρόβλημα του ελληνισμού. Οδηγεί στη λύτρωση και στην αναστήλωση του γένους, πάλι για την ανάβαση στα ψηλώματα του ελεύθερου πολιτικού και πολιτισμένου βίου. Εκεί που το αισιόδοξο κάλεσμα ονειρεύεται το φύτρωμα και πάλι των πρωτινών φτερών της ψυχής της πολιτείας, παραμονεύει η υποψία ότι ο λόγος της Διοτίμας, η Αρκαδική αρμονία, έχει γίνει απόμακρο τραγούδι. Είχαν πέσει χρόνια δίσεκτα. Η γη των Ελλήνων, που δέχτηκε στους κόλπους της την Πόλη και την Αγια Σοφιά, με τα «τετρακόσια σήμαντρα, τις χίλιες-δυό καμπάνες», γίνηκε χώρος ραγιάδων και ρωμηών. Κι όσο ο Τούρκος διαφέντευε με βούρδουλα και με γιαταγάνι, της αγάπης ο Θεός δεν έστεργε να λύσει τα μαύρα μάγια της κατάντιας. Έπρεπε πρώτα να ξαναφυτρώσουν τα φτερά της ψυχής τους με ανδρεία και με λεβεντιά, προτού καλέσει ο λυτρωμός την πολιτεία.
Τα απαίσια χρόνια της σκλαβιάς των Ελλήνων δεν ήσαν καιροί για λυρικά οράματα. Ήσαν ίσα-ίσα να δεχτούν το «Θούριο» του Ρήγα, τα τραγούδια της παλληκαριάς και τα μοιρολόγια πλάι στα μνημούρια των κλεφτών. Κι ήρθε κάποτε ένας Μάρτης μ’ αίματα και δάφνες κι έφερε το μήνυμα πως ο Θεός της αγάπης θα παραστεκόταν στους πολεμιστές. Μα έπρεπε να προηγηθούν τα Τρίκορφα κι η Αλαμάνα, τα Δερβενάκια και το Μεσολόγγι, η Αράχωβα και το Μανιάκι. Έπρεπε κατά την τάξη των πραγμάτων η ανασταινόμενη Ελλάδα να βρει πρώτα τους ποιητές της: τον Σολωμό και τον Κάλβο. Της αγάπης ο Θεός όμως αργοπορούσε και τα φτερά της πολιτείας δεν έστεργαν να απλωθούν όσο κράταγε η χλαλοή του πολέμου.
Χρόνια αργότερα, το ορφανεμένο παιδί από την Πάτρα, που μεγάλωσε στο Μεσολόγγι, μαθαίνει εκεί κοντά στη λιμνοθάλασσα τους θρύλους και τις ιστορίες των αγωνιστών. Εκεί θα τον συγκινήσουν τα πρώτα χάδια της αρμονίας και θα γράψει Τα Τραγούδια της πατρίδος μου. Εκεί θα συλλάβει το ποιητικό όραμα του λυτρωμού της Ελλάδος και με το πέρασμα του χρόνου θα αγκαλιάσει τα ινδάλματα των ηρώων της Αρκαδίας και τη διδαχή της Διοτίμας. Το ξεκίνημα το μαρτυρούν τρεις στίχοι του 1882:
Μια μέρα προς του Ολύμπου την κορυφή,
Αγνή του πλάνου του έρωτα αδελφή,
Αγνή του πλάνου του έρωτα αδερφή,
Χαμήλωσ’ η Αρμονία και κατέβη[9].
Και μεσ’ στη φαντασία του το μάτι του ποιητή βλέπει:
Νησιά του Αιγαίου, ψάλτριες, ευωδιές,
Της Αρκαδίας ειδύλλια, λαγκαδιές,
Μάρμαρα του ναού, του βωμού κρίνα
Σπάρτη του Αλκμάνος και του Αισχύλου Αθήνα,
Ανοιχτόκαρδου κόσμου, ζωής χρυσής
Λατρείες, τη δόξα μου πέστε τη εσείς[10].
Της Αρκαδίας ειδύλλια, λαγκαδιές,
Μάρμαρα του ναού, του βωμού κρίνα
Σπάρτη του Αλκμάνος και του Αισχύλου Αθήνα,
Ανοιχτόκαρδου κόσμου, ζωής χρυσής
Λατρείες, τη δόξα μου πέστε τη εσείς[10].
Τη δόξα του Παλαμά θα τη διαλαλήσει το ίδιο το έργο που θα δώσει στην Ελλάδα και για την Ελλάδα ύμνο του λυτρωμού και έπος του μεγαλείου της. Στολίδι πανώριο του έργου του υψώνεται το ζευγάρωμα της Αρκαδικής σοφίας και της ηρωικής θυσίας. Διαφαίνεται ακόμη και σε τρία πεζά που έγραψε για τους ήρωες του 1821, τον Κολοκοτρώνη, τον Νικήτα Τουρκοφάγο και τον Γερμανό Πατρών. Μαζί αποτελούν ένα σπάνιο τρίπτυχο προσωπογραφίας, άξιο να εμπολουτίσει και την πιο απαιτητική ανθολογία νεοελληνικών κειμένων. Γραμμένα γύρω στα 1897, φέρουν τη σφραγίδα του σεμνού επαίνου και την ορθή εκτίμηση του ιστορικού μελετητή. Θα αρκεστώ σε λίγους αδρούς χαρακτηρισμούς. Ο προ-επαναστατικός Κολοκοτρώνης είναι ο «ακαταπόνητος και περινούστατος κλέφτης», ο οποίος «ως ουδείς άλλος επενέργησεν ως θούριον σάλπισμα». Προσθέτει επιγραμματικά: «η τελειοτάτη ενσάρκωσις του ελληνικού πνεύματος εν τη νεωτέρα ημών ιστορία». Δικαιώνει τον ελληνικό λαό που τον φαντάζεται πάντα Γέρο του Μορηά «αιρόμενον υπεράνω της γης», παντα καβαλλάρη, όπως τον θέλει το δημοτικό τραγούδι:
Ποτέ δεν καταδέχεται στη γη να περπατήση…[11]
Ο Γερμανός είναι αυτός που «καθηγίασε την επανάστασιν. Άλλοι την εγέννησαν, την ανέθρεψαν. Αυτός της έδωκε το βάπτισμα και το χρίσμα». Ο Παλαμάς έχει διαβάσει όλους του βιογράφους του Γερμανού, ξέρει ακόμα και τα μυθοποιημένα ανέκδοτα της παιδικής του ζωής στη Δημητσάνα, πως τάχα κάποτε που κοιμότανε στη σκιά ενός δέντρου ένα φίδι τυλίχτηκε στο βαρχίονα του παιδιού και σαν ξύπνησε, αντί να βάλει τα κλάματα, έσφιξε με το άλλο χέρι το κεφάλι του δράκου ώσπου κατέφθασε ο πατέρας του και το έσωσε. Για το Γερμανό του ’21 θα γράψει ο Παλαμάς: «Ιδού … από αρχιερέως και λειτουργού, στρατηγός και πολιορκητής των Πατρών» εγείρεται ν’ απαλλάξει τον τόπο του από τους Τούρκους[12].
Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η αναφορά στο Νικήτα Σταματελόπουλο: «Η εθνική μας ιστορία εγνώρισε και τον εδόξασε ως Νικηταράν. Και αναφαίρετον του προσήρμοσεν, ως παράσημον, το παρωνύμιον Τουρκοφάγος». Τον αποκαλεί «ήρωα αγνόν … εις τα βάθη της καρδιάς του οποίου έζη μόνον η παλληκαριά». Και περιγράφοντας την προσωπογραφία του Αρκαδικού ήρωα στο Εθνικό Μουσείο, καταλήγει ως εξής: «ουδέν ίχνος εξωτερικής ματαιότητος. Κατεφρόνει την μορφήν. Ο ηρωισμός του ήταν όλος ψυχή»[13]. Στα 1930 ξαναζωντανεύει τον έπαινο στη σκιά του σεμνού πολεμιστή και του αφιερώνει ένα καλοσμίλευτο και πυκνό σε νόημα επίγραμμα, τον τίτλο «Χαραγμένο στο μνημείο του Νικηταρά». Τέσσεροι στίχοι όλοι-όλοι:
Εδώ στην πέτρ’ ασάλευτος ο στρατηγός Νικήτας,
Ο τουρκοφάγος αθλητής, του γένους νέος Ακρίτας.
Πάντ’ ανθισμένη ας την κρατά τη δάφνη των Ελλήνων
Και στων πολέμων την ιερή φωτιά και στων κινδύνων[14].
Ο τουρκοφάγος αθλητής, του γένους νέος Ακρίτας.
Πάντ’ ανθισμένη ας την κρατά τη δάφνη των Ελλήνων
Και στων πολέμων την ιερή φωτιά και στων κινδύνων[14].
Στο άρθρο «Ηρωικά Κείμενα», του 1926, θα γράψει: «Και για τούτο σήμερα εκεί πέρα στο Μωριά…εσείς, βουνά και τόποι στην Τρίπολη την ευγενική, που ακόμα στα χείλη της γλυκοσαλεύει τ’ όνομα του Πανός, όσο και αν είναι η δοξασμένη ‘άθλια Τριπολιτσά’ του Σολωμού, που με του ‘τρόμου το αστροπελέκι’ έδιωχνε τον Τούρκο από τα χώματά της η Ελευθερία!»[15]
V. Και παλι ο Μεγας Παν
Η περίοπτη θέση της Αρκαδίας στο έργο του Παλαμά την διακρίνει χωρίς να την ξεχωρίζει από την Ελλάδα των αιώνων και της νεότερης ιστορίας. Ο Παλαμάς είναι εκείνος που παίρνοντας τη σκυτάλη του εθνικού ποιητή από τα χέρια του Βαλαωρίτη κληρονόμησε και την ευθύνη του «εθνικού παιδαγωγού». Η προσταγή του λυτρωμού του Ελληνισμού, που έμεινε έξω από το κρατίδιο σαν περατώθη η επανάσταση του ’21, και το όραμα μιας γνήσιας ελληνικής αναγεννήσεως οδήγησαν τον ποιητή να γράψει τις μακρόπνοες επικο-λυρικές συνθέσεις του: Η Φλογέρα του βασιλιά και Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Είναι τα δύο μεγάλο ταξίδια σε αναζήτηση της Αρκαδικής αρμονίας, γέννημα της Αρκαδίας και θρέμμα της Αττικής. Λέγεται πως την εποχή των Μαραθωνομάχων ξάφνου παρουσιάστηκε ο Παν στους Αθηναίους πολεμιστές και τους ψύχωσε να νικήσουν. Παρόμοια ψύχωσε ο Παν και τον Παλαμά στην ασάλευτη ζωή της Αθήνας. Στο ΣΤ΄ Άσμα στον Υμνο της Αθήνας, 1889, μιλάει για τη μετάβαση του Αρκαδικού θεού στην Αθήνα:
Αθήνα! Χρυσοστέφανη και τιμημένη χώρα…
Εδώ κι ο Έρωτας φτερά διπλώνει και φωλιάζει,
Και δεν πεθαίνει ο μέγας Παν…[16]
Εδώ κι ο Έρωτας φτερά διπλώνει και φωλιάζει,
Και δεν πεθαίνει ο μέγας Παν…[16]
Δέκα χρόνια αργότερα θα γραφτούν εξομολογητικοί στίχοι και θα αντιλαλήσει η εστατική ταύτιση στην Ασάλευτη Ζωή:
Δεν ξέρω αν είμ’ εγώ,
Ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Και πάλι θα εισβάλει το φαρμάκι της αμφιβολίας:
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
Κι οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
Μεσ’ από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!»[17]
Ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Και πάλι θα εισβάλει το φαρμάκι της αμφιβολίας:
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
Κι οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
Μεσ’ από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!»[17]
Είναι οι στίχοι που κάποιοι κριτικοί δεν κατανόησαν. Κατηγόρησαν τον Παλαμά για Αρκαδική ειδωλολατρία και αρχαιολατρία. Ελπίζω στο μέλλον άλλοι, πιο άξιοι μελετητές του έργου του παιδαγωγού των Ελλήνων, θα δώσουν τη σωστή απάντηση στο άτοπο της κατηγορίας. Θα τη βρουν, νομίζω, στη διατύπωση που έδωσε ο ίδιος στα 1912 στην Ποιητική του, σ’ ένα έξοχο ερμηνευτικό κείμενο, «Ακόμα η Συνέχεια»[18]. Όσο για το πόσο βαθιά δόνησε ο «μέγας Παν» την ψυχή του Παλαμά χρειάζεται να ξαναδιαβάσουμε το μικρό αριστούργημά του «Ο Σάτυρος ή το Γυμνό Τραγούδι» από τη συλλογή Πολιτεία και Μοναξιά. Προοιωνίζει και ολοκληρώνει το αγκάλιασμα της πλάσης, προετοιμασία και γύμνασμα για το ανέβασμα στους αναβαθμούς του Έρωτα. Την πορεία προς τη δημιουργική αποκορύφωση τη συλλαμβάνουμε ουσιαστικά μέσα από το μήνυμα της ακατάλυτης Διοτίμας. Για μιαν ακόμα φορά στην ιστορία του πνευματικού βίου των Ελλήνων ποιητές σαν τον Παλαμά από τη Διοτίμα θα ζητήσουν να μάθουν πως να οραματίζονται το κάλλος του κόσμου των ιδεών πριν το μετουσιώσουν σε έργο αγαθό.
[1] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. ΙΓ΄, «Λίγα λόγια για τον Βηλαρά», σελ. 304-305 (γραμμένο τον Φεβρουάριο 1935).
[2] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Β΄, Τα πρώτα κριτικά, «Το έργο του Κρυστάλλη» (1894), σελ. 483.
jmm
[3] Αυτόθι, σελ. 483.
[4] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Α΄, «Ουρανία», άσμα 17, σελ. 368.
[5] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Γ΄, από τη δέσμη «Στίχοι σε Γνωστόν Ήχο», σελ. 112.
[6] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Γ΄, Η Ασάλευτη Ζωή, «Εκατό Φωνές», Δεύτερη Νύχτα, άσματα 22 και 23, σελ. 150.
[7] Αυτόθι, σελ. 172.
[8] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Γ΄, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Η’ «Προφητικός», σελ. 400.
[9] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Α΄, «Τα Μάτια της Ψυχής μου», σελ. 252.
[10] Αυτόθι, σελ. 253.
[11] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. ΙΣΤ΄, «Νεοελληνικόν Πάνθεον: οι κατά ξηράν ήρωες», σελ. 372-378.
[12] Αυτόθι, σελ. 392.
[13] Αυτόθι, σελ. 391, 392.
[14] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. ΙΑ΄, «Πρόσωπα και Μονόλογοι», σελ. 139.
[15] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. ΙΓ΄, «Ηρωικά Κείμενα», σελ. 53.
[16] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Α΄ σελ. 53.
[17] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Γ΄, «Η Απόκριση», σελ. 120.
[18] Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. Ι΄, σελ. 451-458.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου